πεντάχορδος — η, ο ο με πέντε χορδές: Πεντάχορδη κιθάρα, λύρα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντάχορδον — πεντάχορδος five stringed masc/fem acc sg πεντάχορδος five stringed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταχόρδου — πεντάχορδος five stringed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταχόρδῳ — πεντάχορδος five stringed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάχορδα — πεντάχορδος five stringed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
pentacordio — (Del gr. pente, cinco + khorde, cuerda musical hecha con tripas.) ► sustantivo masculino MÚSICA Antiguo instrumento musical de cuerda parecido a la lira, de cinco cuerdas. * * * pentacordio (del gr. «pentáchordos», de cinco cuerdas) m. *Lira… … Enciclopedia Universal
πεντάνευρος — ον, Α αυτός που έχει πέντε χορδές, πεντάχορδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. λεπτό νευρος] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek
pentacordio — (Del gr. πεντάχορδος, de cinco cuerdas). m. Arqueol. Lira antigua de cinco cuerdas … Diccionario de la lengua española